- παροχή
- Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του χρόνου. Η π. εκφράζεται συνήθως σε λίτρα κατά δευτερόλεπτο και, κατά την έννοια αυτή, είναι ταυτόσημη με τη ροή. Ανάλογη έννοια αποκτά η π. και στο ηλεκτρικό ρεύμα, αν θεωρήσουμε ότι μοιάζει με την κίνηση ενός ρευστού. Στην περίπτωση αυτή μιλούμε για την π. ενός ηλεκτρικού αγωγού.
(Νομ.). Η πράξη ή παράλειψη του οφειλέτη, που προκύπτει από την ενοχή (ενοχικό δεσμό). Ως έννοια, αναφέρεται στο αποτέλεσμα και όχι στη συμπεριφορά του οφειλέτη. Αποτελεί τον σκοπό της ενοχής ή αλλιώς το αντικείμενο και το βασικό περιεχόμενό της. Κατά τον ελληνικό Αστικό Κώδικα, η π. δεν είναι ανάγκη να είναι αποτιμητή σε χρήμα. Μπορεί να αφορά, οποιοδήποτε συμφέρον του δανειστή ικανό να απολαμβάνει νόμιμη προστασία και δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη, π.χ. δεν μπορεί να συμφωνηθεί η παροχή μελών του σώματος, μπορεί να συμφωνηθεί όμως η παροχή συμπαράστασης στο επάγγελμα, η θυσία ορισμένου χρόνου για συντροφιά κλπ. Όταν δεν είναι χρηματικά αποτιμητή η π., υπάρχει μια δυσκολία σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά, παρά την ατέλεια αυτή, δεν χάνει το χαρακτήρα της ως π. Στο ρωμαϊκό δίκαιο, για την παράσταση των διαφόρων ειδών π., γινόταν χρήση τριών όρων. 1. Date, για κάθε υποχρέωση του οφειλέτη να μεταβιβάσει δικαίωμα πάνω σε πράγμα ή τη νομή, κατοχή και χρήση του ακόμα, καθώς και οποιοδήποτε ενοχικό δικαίωμα (εκχώρηση). 2. Facere, για κάθε υποχρέωση παροχής εργασίας ή έργου και κάθε άλλη υποχρέωση (παροχή πληροφοριών, λογοδοσία, επίδειξη πράγματος κλπ. ή και παράλειψη από κάποια ενέργεια). 3. Praestare, που δεν ήταν ακριβώς καθορισμένη και γι’ αυτό δεν καθιερώθηκε. Εκτός από τις πιο πάνω πρώτες δύο διακρίσεις, που χρησιμοποιούνται και σήμερα, υπάρχουν για τα διάφορα είδη ενοχής και πολλές άλλες με πρακτικό ενδιαφέρον, όπως η θετική και αποθετική π. Θετική είναι η π. όταν απαιτεί θετική συμπεριφορά του οφειλέτη, π.χ. η υποχρέωση του πωλητή να παραδώσει το πράγμα και του αγοραστή να καταβάλει το τίμημα, θετική παραμένει η π. και όταν συνοδεύεται από δευτερεύουσα αποθετική, π.χ. ο μισθωτής πρέπει να αποδώσει το μίσθιο, βασική π., αλλά και να παραλείψει κάθε ενέργεια που μπορεί να προσβάλει την ακεραιότητά του (μισθίου). Αποθετική είναι εκείνη που για την εκπλήρωσή της απαιτεί μια παράλειψη από τον οφειλέτη (π.χ. μη άσκηση οριμένου δικαιώματός του). Ως αποθετική θεωρείται και η υποχρέωση για κάποια ανοχή (μη εναντίωση). Άλλα είδη π. είναι η διαρκής και η πρόσκαιρη. Διαρκής είναι η π. για την εκπλήρωση της οποίας απαιτείται διαρκής ενέργεια του οφειλέτη, π.χ. η παροχή του πράγματος από εκμισθωτή, του διαχειριστή εταιρείας κλπ. Πρόσκαιρη όταν για την εκπλήρωσή της απαιτεί παροδική ενέργεια του οφειλέτη, έστω και κατά διαλείμματα. Η π. μπορεί να είναι επίσης και διαιρετή ή αδιαίρετη. Διαιρετή είναι η π. η οποία, χωρίς κίνδυνο να ματαιωθεί ο σκοπός της ή να μειωθεί η αξία της, μπορεί να εκπληρωθεί κατά τμήματα, έχει μεγάλη σημασία για τη μερική ή κατά δόσεις εκπλήρωσή της για την περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι οφειλέτες ή δανειστές κλπ. Αδιαίρετη είναι η αντίθετη και είναι συνήθως η συνισταμένη σε παράλειψη, σε σωματική παράδοση πράγματος κλπ. Πολλές φορές παρουσιάζονται και ορισμένες άλλες περιπτώσεις π. που αντιμετωπίζονται ανάλογα με τις επιμέρους διατάξεις της νομοθεσίας.
* * *η ΝΜΑ [παρέχω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρέχω, το να παρέχει, να χορηγεί κανείς κάτι2. ό,τι παρέχεται, ό,τι έχει δοθεί (α. «παροχές προς τους αγρότες». β. «μήτε κατάλυμα δοθῆναι μήτε παροχήν», Πλούτ.)νεοελλ.1. (αστ. δίκ.) πράξη ή παράλειψη οφειλόμενη σε υφιστάμενη ενοχή2. τεχνολ. η σύνδεση τής εσωτερικής εγκατάστασης μιας οικοδομής με το αντίστοιχο δίκτυο διανομής (α. «ηλεκτρική παροχή» β. «παροχή ύδρευσης» γ. «παροχή φωταερίου»)3. φυσ. η ποσότητα ενός υγρού ή αερίου που παρέχεται από μια διάταξη στη μονάδα τού χρόνου4. φρ. α) «παροχή φλέβας» — το πηλίκο τού όγκου τού ρευστού που διέρχεται από την τομή φλέβας σε χρόνο dt διά τού χρόνου αυτούβ) «παροχή ποταμού»(γεωμορφ.) ο όγκος τού νερού ενός ποταμού που διέρχεται από ένα σταθερό σημείο στη μονάδα τού χρόνου και μετρείται συνήθως σε κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτομσν.-αρχ.θεία δωρεά, δωρήματα τού Θεού προς τους ανθρώπους («περὶ τῶν θεϊκῶν ἐνεργειῶν καὶ παροχῶν τοῡ Ἁγίου Πνεύματος», Διδυμ.)αρχ.πληρωμή, αμοιβή.
Dictionary of Greek. 2013.